- γλειψιά
- η1) лизание, вылизывание (тарелки и т. п.); облизывание (тж. о животных); 2) потрава (посевов и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλειψιά — η το γλείψιμο* … Dictionary of Greek
γλειψιά — η 1.το να γλείφει κανείς. 2. μτφ., η κολακεία, το καλόπιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλείψιμο — το 1. η γλειψιά. 2. η κολακεία: Πήρε προαγωγή με γλείψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)